«Όταν είχε πρωτοπάει στο χωριό του, στάθηκε μπροστά στο σπίτι του και σιώπησε εντελώς. Τι να ‘λεγε δηλαδή στη γυναίκα του; Αυτό εκεί, πίσω απ’ το παράθυρο, ήταν το δωμάτιό του; Μα, αν έλεγε ήταν, θα αποδεχόταν πως έπαψε να είναι, οπότε θα ‘μπαινε και το ερώτημα τι γύρευε αυτός εκεί. Από την άλλη, αφού το σπίτι εξακολουθούσε να είναι δικό του, πώς γινόταν να μην μπορεί ν’ ανοίξει την πόρτα και να μπει; Έτσι απλά, όπως κάθε άνθρωπος μπαίνει στο σπίτι του.»
Σαράντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Στέφανος βρίσκεται για πρώτη φορά έξω από το κατεχόμενο σπίτι του. Ένας άνθρωπος που βίωσε την ιστορία, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη ζωντανή μνήμη, βλέπει να ξαναζωντανεύουν μπροστά του τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, μέχρι κι εκείνες τις στιγμές του καλοκαιριού του ’74 που τον σημάδεψαν βαθιά. Και θυμάται τον παιδικό του φίλο, τον Πάνο, αγνοούμενο από τότε, ένα από τα χιλιάδες πρόσωπα μιας τραγωδίας που εκτυλίσσεται ασταμάτητα επί δεκαετίες.
Ανάλογα συναισθήματα, σε άλλες δύο παράλληλες αφηγήσεις, βιώνουν ο γιατρός Κρίτων Μιχαηλίδης, λοκατζής εκείνες τις δραματικές μέρες, και ο καθηγητής Κρις Ιωακειμίδης, που επιστρέφει από τις ΗΠΑ για να κάνει έναν απολογισμό εκείνων των ημερών μαζί με τους παλιούς συμπολεμιστές του.
Οι Επιβάτες φορτηγών είναι ένα μυθιστόρημα με μεγάλο πρωταγωνιστή τη μνήμη, γι’ αυτό το βιωματικό φορτίο που κουβαλούν και θα κουβαλούν οι άνθρωποι που ζουν την ιστορία· μα και ένας λογοτεχνικός απολογισμός γεγονότων που σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά, έναν ολόκληρο λαό.